ἀποστερέω
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
English (LSJ)
—Pass., A fut. ἀποστερηθήσομαι Lys.12.70, v.l. in D.1.22; also ἀποστερήσομαι E.HF137(lyr.), Th.6.91, D.24.210; ἀποστεροῦμαι And.1.149: pf. ἀπεστέρημαι, etc.:—rob, despoil, defraud one of a thing, c. acc. pers. et gen. rei, χρημάτων ἀ. τινά Hdt.5.92.έ; τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.Av.1605; τῆς ψυχῆς Antipho4.1.6: c. acc. pers. et rei, μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.El.1276(lyr.), cf. Antipho 3.3.2, X.An.7.6.9, Is.8.43, etc.: abs., commit fraud, Ar.Nu.487; ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης being constrained to become a defaulter, Pl.Phdr.241b; συνέστιον ὧν ἔκγονον ἢ ἀδελφὸν ἀπεστέρηκε γίγνεσθαι Id.Lg.868d:—Pass., to be robbed or be deprived of, c. gen., Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Hdt.3.130; σοῦ τ' ἀπεστερημένη καὶ πατρός S.El.813; ἡδονῶν Ar.Nu.1072; ἁπάντων ἂν ἀπεστερήμην D.21.106: c. acc., ἵππους ἀπεστέρηνται X.Cyr.6.1.12, etc.: abs., εἰ δ' ἀπεστερήμεθα if we have been frustrated, S.Aj. 782.
2 ἀ. ἑαυτόν τινος detach, withdraw oneself from a person or thing, τῶν [ἀγαλμάτων].. ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν Id.OT1381; οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78; ἄλλου ἑαυτὸν ἀ. Th.1.40; ἀ. ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3; ἐκείνους.. ἀ. μὴ ἂν.. ἀποτειχίσαι deprive them of the power of walling off, Th.7.6:—reversely, ἀ. τὸν ἔλεον ἑαυτοῦ Plu.Aem.26, cf.Dem.4.
3 c.acc.pers., defraud, rob, Hdt.7.155, Ar.Pl.373, 1 Ep.Cor.6.7, etc.; θεούς Pl.Lg. 917d.
4 c. acc. rei only, filch away, S.Ph.931; withhold, A.Pr. 777, S.OT323, Ar.Nu.1305; refuse payment of a debt, D.21.44, etc.; refuse to give up, παρακαταθήκην Arist.Rh.1383b21; Ζεὺς ἀποστεροίη γάμον may he avert it, A.Supp.1063(lyr.).
5 τὸ σαφές μ' ἀποστερεῖ certainty fails me, E.Hel.577.
II in Logic, draw a negative conclusion, Arist.APr.44b23. (ἀποστέρω is f.l. in Isoc.12.243.)
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. med. ἀποστεροῦμαι And.Myst.149]
1 robar, despojar, defraudar c. ac. de pers. y gen. de cosa ολλοὺς δὲ χρημάτων ἀπεστέρησε Hdt.5.92ε
•c. doble ac. τὰ χρήματα ἡμᾶς D.34.38
•sólo c. ac. de pers. θεούς Pl.Lg.917d, οὐδένα Ar.Pl.373, ἀδελφούς 1Ep.Cor.6.7, τὸ δὲ σαφές μ' ἀποστερεῖ pero la evidencia me defrauda E.Hel.577, en v. pas. εἰ δ' ἀπεστερήμεθα pero si quedamos frustrados S.Ai.782
•sólo c. ac. de cosa, ref. a una deuda no pagada χρήματα Ar.Nu.1305, παρακαταθήκην Arist.Rh.1383b20, κέρδος A.Pr.777, βίον S.Ph.931, τὰς ὄρνεις D.P.Au.1.22, cf. Is.5.40, D.21.44
•abs. cometer fraude ἀπεστερηκὼς ὑπ' ἀνάγκης Pl.Phdr.241b, cf. Ar.Nu.487, Is.9.31, Chrysipp.Stoic.3.85.
2 privar c. ac. de pers. y gen. de abstr., gener. τὸν πατέρα τῆς τυραννίδος Ar.Au.1605, ἅπαντας ... τῆς ἀμφισβητήσεως Is.6.59, τῆς ψυχῆς ... αὐτόν Antipho 4.1.6, τὰς ... ψυχὰς ... τῆς δυνάμεως Plu.2.431e, c. el ac. no expresado μόρος τοῦ ζῆν ἀπεστέρησε A.Pr.681
•en v. pas. ser privado de c. gen. τῆς Ἑλλάδος ... ἀπεστερημένος Hdt.3.130, σοῦ τ' ἀπεστερημένη καὶ πατρός S.El.813, ἡδονῶν Ar.Nu.1072, ἁπάντων D.21.106, cf. Is.7.25, POxy.2704.13 (III d.C.), c. ac. ὅσοι τε ἵππους ἀπεστέρηνται X.Cyr.6.1.12
•esp. c. ac. del pron. refl. τῶν (ἀγαλμάτων) ... ἀπεστέρησ' ἐμαυτόν S.OT 1381, οὐκ ἀποστερῶν γε τῶν ἐς τὴν πόλιν ἑαυτὸν οὐδενός Antipho 5.78, ἄλλου ἑαυτόν Th.1.40, ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Crobyl.3, cf. Theopomp.Hist.66
•tb. inversamente c. ac. de abstr. o de cosa y gen. de pers. τὸν ἔλεον ἀπεστήρησεν ἑαυτοῦ Plu.Aem.26, τῶν διδασκάλων αὐτοῦ τὸν μισθὸν Plu.Dem.4
•c. doble ac. μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν S.El.1276, τὸ ἥμισυ τῆς κατηγορίας ἐμαυτὸν ἂν ἀπεστέρησα Antipho 3.3.2, cf. Is.8.43, Th.7.6, Arist.EN 1160a5, X.An.7.6.9.
3 privar de la participación, marginar με Melit.Fr.Pap.82.19.
4 negar, refutar, rechazar φάτιν S.OT 323
•abs. en lóg. obtener una conclusión negativa Arist.APr.44b23.
German (Pape)
[Seite 327] 1) berauben, a) τινά τινος Aesch. Prom. 683; Soph. O. R. 1381; Thuc. 1, 69; ἄλλων ἡδονῶν ἀποστερεῖ Plat. Prot. 353 e u. öfter; auch Folgde, z. B. τῶν πατρῴων Dem. 29, 3; dah. pass., ἀπεστερημένη τινός Soph. El. 803; vgl. Plat. Conv. 219 d Rep. I, 329 a; auch bloß τινά, ἦρχε αὐτὸς ἀποστερήσας τοὺς παῖδας (sc. ἀρχῆς) Her. 7, 155. – b) τί, rauben, entreißen, Aesch. Suppl. 1048; ἀπεστέρηκας τὸν βίον Soph. Phil. 919 (auch τινός τι 1267, wie Xen. Hell. 4, 1, 20); φάτιν O. R. 323, vorenthaltend, Schol. οὐ λέγων; – τοὺς μισθούς Plat. Gorg. 519 c; übh. entziehen, vorenthalten, Gegensatz δοῦναι Charm. 172 c; u. παρέχειν, εὐφροσύνας Xen. Mem. 3, 8, 10; bes. was man zu geben verpflichtet ist, An. 7, 7, 48; Dem. 21, 44, das Geliehene; so auch – c) τινά τι, futur. pass. ἀποστερηθήσομαι Dem. 1, 22; ἀποστερήσομαι 39, 11; ὅσων μέλλεις ἀποστερεῖσθαι Ar. Nub. 1072, kann fut. zu ἀποστέρω sein; Xen. An. 6, 4, 23; Isocr. 4, 142; διδασκάλους μισθούς Dem. 27, 96. 28, 13; ἀποστερούμενοι χρήματα Plat. Theaet. 201 b; ἵππους ἀπεστέρηνται Xen. Cyr. 6, 1, 12. – 2) intr., fehlen, bes. impers., ἀποστερεῖμε, es fehlt mir, Eur. Hel. 583.
French (Bailly abrégé)
ἀποστερῶ :
priver de, dépouiller de : τινά τινος ἀπ. dépouiller qqn de qch (de sa fortune, de la royauté, de la vie, etc.) ; τινά τι ou τινός τι enlever qch à qqn ; ἀπ. γάμον ESCHL détourner un mariage ; Pass. être dépossédé ou privé de, gén. ou acc..
Étymologie: ἀπό, στερέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστερέω: (fut. pass. ἀποστερηθήσομαι и ἀποστερήσομαι)
1 лишать, отнимать, похищать (τινά τινος Her., Aesch., Xen., τινά τι и τινός τι Xen.): ἀποστερηθῆναί τινος или τι Plut. быть лишенным или лишиться чего-л.; ἀ. ἑαυτόν τινος Thuc. отложиться или отпасть от кого-л.; ἀ. τινα μὴ ἂν ποιῆσαί τι Thuc. лишить кого-л. возможности сделать что-л.;
2 освобождать, избавлять (от чего-л.), отгонять прочь (γάμον δάϊον Aesch.): ἀ. τὰ συμβόλαια Isocr. уклоняться от уплаты долгов;
3 недоставать, не хватать: τὸ σαφὲς μ᾽ ἀποστερεῖ Eur. у меня нет уверенности;
4 лог. делать отрицательный вывод Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστερέω: μελλ. -ήσω: - Παθ., μέλλ. ἀποστερηθήσομαι Λυσ. 126. 33, Δημ. 15, 24· ἀλλ’ ὡσαύτως, μέσ. ἀποστερήσομαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 137, Θουκ. 6, 91, Δημ. 765,14· καὶ ἀποστεροῦμαι Ἀνδοκ. 19. 26: πρκμ. ἀπεστέρημαι, κτλ. Στερῶ, ἀφαιρῶ διὰ βίας ἢ ἀπάτης, στερῶ τινά τινος, μετ’ αἰτ. προσ. καὶ γεν. πράγ., χρημάτων ἀπ. τινα Ἡρόδ. 5. 92, 5, πρβλ. 7. 155· τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Ὄρν. 1605· τῆς ψυχῆς Ἀντιφῶν 125. 40· ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., μή μ’ ἀποστερήσῃς… ἡδονὰν Σοφ. Ἠλ. 1276, πρβλ. Ἀντιφῶντα 122. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 9, Ἰσαῖον 73. 46, κλ.· ἀπολ. ἐξαπατῶ, λέγειν μέν οὐκ ἔνεστ’, ἀποστερεῖν δ’ ἔνι Ἀριστοφ. Νεφ. 487· ἀπεστερηκὼς γίγνεται, ἐλλειμματίας, καταχραστὴς χρημάτων (ὁ Βέκκ. προτείνει ἀπειρηκὼς), Πλάτ. Φαῖδρ. 241Β: - Παθ. ἀποστεροῦμαί τινος μετὰ γεν., Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Ἡρόδ. 3. 130· σοῦ δ’ ἀπεστηρημένη Σοφ. Ἠλ. 813· ἡδονῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 1072· πάντων ἂν ἀπεστερήμην Δημ. 549, 12· μετ’ αἰτ., ἵππους ἀπεστέρηνται Ξεν. Κύρ. 6. 1, 12, κτλ.· ἀπολ. εἰ δ’ ἀπεστερήμεθα, ἐὰν δὲ ἀπετύχομεν, Σοφ. Αἴ. 781 (ὁ Badh. εἰδ’ ἄρ’ ὑστερήκαμεν). ἴδε Jebb ἐν τόπῳ. 2) ἀπ. ἑαυτόν τινας, ἀποσπῶ, ἀποσύρω, ἀπομακρύνω ἐμαυτὸν ἀπό τινος προσώπου ἢ πράγματος, τῶν [ἀγαλμάτων]… ἀπεστέρησ’ [ἐμαυτὸν οὐδενὸς Ἀντιφῶν 128. 28· ἄλλου αὐτὸν ἀπ., Θουκ. 1. 40· ἀποστεροῦντα ζῶνθ’ ἑαυτὸν τοῦ φρονεῖν Κρώβυλ. ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· ὥστε… ἐκείνους τε καὶ παντάπασιν ἀπεστερηκέναι, εἰ καὶ κρατοῖεν, μὴ ἂν ἔτι σφᾶς ἀποτειχίσαι, ὥστε… καὶ ἐκείνους [τοὺς Ἀθηναίους] ἀπεστέρησαν ἐντελῶς τῆς δυνάμεως [οἱ Συρακόσιοι], νὰ μὴ δύνανται νὰ ἀποτειχίσωσιν αὐτοὺς καὶ ἂν ἀκόμη ἐνίκων ἐν τῷ πεδίῳ τῆς μάχης, Θουκ. 7. 6, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 868D: - ἀντιστρόφως, ἀπ. τί τινος Πλουτ. Αἰμίλ. 26. 3) μετ’ αἰτ. προσ., ἀποστερῶ τῆς ἀρχῆς, ἀποστερήσας (ὁ Γέλων) τοὺς Ἱπποκράτιος παῖδας Ἡρόδ. 7. 155, Ἀριστοφ. Πλ. 373, Πλάτ., κτλ.: - Ἐν Εὐρ. Ἑλένη 577, τὸ δὲ σαφὲς μ’ ἀποστερεῖ, φαίνεται νὰ σημαίνῃ, ἡ βεβαιότης μὲ καταλείπει, ὅ ἐ. δὲν εἶμαι βέβαιος. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, δὲν δίδω ὅπερ ὑπισχνοῦμαι, κατακρατῶ αὐτό, Αἰσχύλ. Πρ. 777, Σοφ. Ο. Τ. 323, Φ. 931, Ἀριστοφ. Νεφ. 1305, Δημ. 528. 16· Ζεὺς… ἀποστεροίη γάμον, εἴθε νὰ τὸν ἀποτρέψῃ, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1023. ΙΙ. ἐν τῇ λογικῇ ἐξάγω ἀρνητικὸν συμπέρασμα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 28, 11· πρβλ. στερητικός.
English (Strong)
from ἀπό and stereo (to deprive); to despoil: defraud, destitute, kept back by fraud.
English (Thayer)
(ἀφυστερέω) ἀφυστέρω: (a later Greek word);
1. to be behindhand, come too late (ἀπό so as to be far from, or to fail, a person or thing); used of persons not present at the right time: Polybius 22,5, 2; Posidon. quoted in Athen. 4,37 (i. e. 4, p. 151e.); (others); ἀπό ἀγαθῆς ἡμέρας to fail (to make use of) a good day, to let the opportunity pass by, to cause to fail, to withdraw, take away from, defraud: τό μάννα σου οὐκ ἀφυστέρησας ἀπό στόματος αὐτῶν, מָנַע to withhold); perfect passive participle ἀφυστερημενος (μισθός), T Tr WH after א B* ( ἀπεστερημένος, see ἀποστερέω, also under the word ἀπό, II:2d. bb., p. 59{b}).
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστερῶ, ἀποστερέω)
1. στερώ, αφαιρώ από κάποιον κάτι που του ανήκει
2. αποστερούμαι
αποβάλλω, χάνω
αρχ.
παίρνω με απάτη, εξαπατώ
2. αποτυγχάνω
3. κλέβω, κατακρατώ
4. (για χρέη) αρνούμαι να πληρώσω
5. (Λογ.) εξάγω αρνητικό συμπέρασμα
6. φρ. «ἀποστερῶ ἐμαυτόν τινος» — απομακρύνω τον εαυτό μου από κάποιον ή κάτι.
Greek Monotonic
ἀποστερέω: μέλ. -ήσω — Παθ. μέλ. -στερηθήσομαι, επίσης στους Μέσ. τύπους -στερήσομαι και -στεροῦμαι·
1. ληστεύω, απογυμνώνω, λαφυραγωγώ, αποστερώ, αφαιρώ δια της βίας ή με δόλο κάτι από κάποιον, με αιτ. προσ. και γεν. πράγμ., σε Ηρόδ., Αριστοφ.· επίσης, με αιτ. προσ. και αιτ. πράγμ., μή μ' ἀποστερήσῃς ἡδονάν, σε Σοφ. κ.λπ.· απόλ., εξαπατώ, υπεξαιρώ με δόλο, σε Αριστοφ. — Παθ., απογυμνώνομαι, ληστεύομαι, αποστερούμαι, με γεν., Ἑλλάδος ἀποεστερημένος, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης με αιτ., ἵππους ἀπεστέρηνται, σε Ξεν.
2. ἀποστερέω ἑαυτόν τινος, αποσπώ, αποχωρίζω, απομακρύνω ή αποσύρω τον εαυτό μου από..., σε Σοφ., Θουκ.
3. με αιτ. προσ., απογυμνώνω, αφαιρώ, αποσπώ, σε Ηρόδ., Αττ.· τὸ σαφὲς μ' ἀποστερεῖ, η βεβαιότητα με εγκαταλείπει, δεν είμαι βέβαιος, σε Ευρ.
4. με αιτ. πράγμ. μόνο, δεν αποδίδω ό,τι έχω υποσχεθεί, παρακρατώ, κατακρατώ, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Middle Liddell
1. to rob, despoil, bereave or defraud one of a thing, c. acc. pers. et gen. rei, Hdt., Ar.; also, c. acc. pers. et rei, μή μ' ἀποστερήσηις ἡδονάν Soph., etc.: absol. to defraud, cheat, Ar.:—Pass. to be robbed or deprived of, c. gen., Ἑλλάδος ἀπεστερημένος Hdt., Attic; also c. acc., ἵππους ἀπεστέρηνται Xen.
2. ἀπ. ἑαυτόν τινος to detach, withdraw oneself from . ., Soph., Thuc.
3. c. acc. pers. to deprive, rob, Hdt., Attic;— τὸ σαφές μ' ἀποστερεῖ certainty fails me, Eur.
4. c. acc. rei only, to filch away, withhold, Aesch., etc.
Chinese
原文音譯:¢posteršw 阿坡-士帖雷哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:從-堅實的 相當於: (גָּרַע) (עָשַׁק)
字義溯源:奪取,偷取,詐取,失喪,虧欠,虧負,喫虧,剝奪;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στερεόω)X*=剝奪)組成。這字對行動者這面說,就是:奪取,詐取。若對受影響的對方來說,便是:虧負,喫虧。參讀 (ἀγρεύω)同義字
出現次數:總共(6);可(1);林前(3);提前(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 虧負人(2) 可10:19; 林前6:8;
2) 剝奪(1) 雅5:4;
3) 失喪了(1) 提前6:5;
4) 虧負(1) 林前7:5;
5) 喫虧(1) 林前6:7