κυπρίζω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1534] blühen, bes. von der weißen Blüthe des Oelbaums u. des Weinstocks, VLL. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυπρίζω: μέλλ. -ίσω, ἀνθῶ, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Β΄, 13)· πρβλ. Κυπρισμός.
Greek Monolingual
κυπρίζω (AM Κύπρις
ανθώ, θάλλω («τὸν εὐανθῆ τοῦτον καὶ κυπρίζοντα βότρυν», Γρηγ. Νύσσ.).