= ψηλαφάω, Anaxil.44.
[Seite 1397] = ψηλαφάω, Anaxil. bei Suid.
ψηλᾰφίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, = ψηλαφάω, Ἀναξίλας ἐν Ἀδήλ. 12.
ΝΑψηλαφώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].