ὁ, AP11.35 (Phld.).
-ου, ὁ cebolleta, AP 11.35 (Phld.).
[Seite 452] ὁ, dasselbe, Philod. 23 (XI, 35).
βολβίσκος: ὁ, υποκορ. του βολβός, σε Ανθ.
βολβίσκος: ὁ бот. предполож. шарлот (Allium ascalonicum) Anth.