βολβός
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ὁ, purse-tassels, Muscari comosum, Ar.Ec.1092, Pl.R. 372c, Arist. Pr.926a6, Thphr. HP 7.13.8, Theoc.14.17, Dsc.2.170: freq. in Com, Pl.Com.173.9, etc.; identified with ὕδνον by Sch.Ar.Nu. 188; also of other bulbous plants, βολβὸς ἐμετικός = Narcissus tazetta, Dsc.4.156; βολβὸς ἄγριος = κολχικόν, ib.4.83; βολβὸς ἐριοφόρος = Scilla hyacinthoides, Thphr. HP 7.13.8 (an Indian kind, perhaps Euodendron anfractnosum, Phan.Hist.28); βολβός = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; = ἡμεροκαλλές, Id.3.122; βολβοί perhaps = eyes on root-stock of κάλαμος, Dsc.1.85.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): βόλος Melamp.Sal.A 21, 27
I bot.
1 gener. bulbo comestible de diversas especies, esp. cebolla Ar.Nu.188, Ec.1092, Fr.128, 701, Pl.Com.189.9, Pl.R.372c, Arist.Pr.926a6, Archestr.SHell.137.1, Plu.2.664a, Hierocl.Facet.120.
2 bulbo o a veces raíz de distintas especies e identificación dud.: cólquico, flor de otoño, Colchicum autumnale L. ἄγριος Dsc.4.83, ἐμετικός Dsc.4.156, Ps.Dsc.3.122
• narciso, Narcissus poeticus L., Ps.Dsc.4.158
• escila, Scilla hyacinthoides L. ἐριοφόρος Thphr.HP 7.13.8, Plin.HN 19.32, τριχώδης de la India, Thphr.HP 7.13.8, del Quersoneso Táurico, Thphr.HP 7.13.8, Plin.HN 19.95
• c. aplicaciones en medic. βολβοῦ χυλός Hp.Epid.7.101, PHolm.148
• como raíz del κάλαμος Dsc.1.85
• nazareno, jacinto de penacho, Muscari comosum L., Thphr.HP 6.8.1, Theoc.14.17, Dsc.2.170, Gal.10.469
• quizá matacandiles, Ornithogalum nutans L., c. aplicaciones médicas, Hp.Mul.1.75 (p.166).
3 ict. cierto crustáceo Alex.175.
II anat. globo del ojo, Steph.in Hp.Progn.88.14, Paul.Aeg.6.17, Cyran.1.16, Melamp.Sal.P 13, 19, ll.cc.
• Etimología: Forma c. red. impresiva rel. c. términos que designan objetos redondos, cf. lat. bulla, lituan. bur͂bulas ‘burbuja de agua’, būlbé ‘patata’, arm. bołk ‘raíz’, ai. balbaja ‘hierba’.
German (Pape)
[Seite 452] ὁ, Zwiebel, Bolle, die gegessen wurde, Ar. Nub. 189 (Schol. erkl. ὕδνα) Eccl. 1092 u. Sp., wild wachsend, auch angebaut.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bulbe, oignon.
Étymologie: DELG redoublement expressif qui fait penser à un certain nombre de termes exprimant des objets ronds ; cf. βῶλος, lat. bulla.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βολβός -οῦ, ὁ ui, bol (voor elk eetbaar bolgewas).
Russian (Dvoretsky)
βολβός: ὁ предполож. лук-порей Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: onion; purse-tassels, Muscari comosum (Att., Arist.).
Derivatives: βολβίον (Hp.), βολβάριον (Epict.), βολβίσκος (AP) small onion. - From βολβός the plant βολβίνη (Thphr., s. Strömberg Theophrastea 86). - On the fishnames βολβίδιον, βολβίτιον, βολβιτίνη see βόλβιτον; also βολβῖτις, βολβιτίς. See Thompson Fishes 33; Fraenkel Nom. ag. 2, 174 A. 1; Redard Noms grecs en -της 85. -
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: The form of the word is expressive, soundsymbolic, with a kind of reduplication. No direct relatives. Reminds of words for round, globular objects, like Lat. bulla waterbubble, βυλλά βεβυσμένα H., Lith. bur̃bulas waterbubble etc., cf. βομβυλίς s. βόμβος; Arm. boɫk radish (Skt. [[bálba-ja- m. kind of grass]], Eleusine indica, orig. balba-born is less adequate); cf. Pok. 103; W.-Hofmann s. bulbus. Cf. βῶλος. (Lat. bulbus is a LW [loanword]).
Middle Liddell
a bulb: in Theocr. a truffle?
Greek Monolingual
και βορβός, ο (AM βολβός)
1.]] υπόγειος βλαστός που έχει τροποποιηθεί έτσι ώστε να εκτελεί αποταμιευτική λειτουργία
2. η εδώδιμη ρίζα του φυτού λεοπολδία
νεοελλ.
ονομασία διαφόρων οργάνων που έχουν σχήμα βολβού («βολβός του οφθαλμού», «βολβός του δωδεκαδακτύλου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη με εκφραστικό αναδιπλασιασμό, που συνδέεται φωνητικά με τύπους άλλων ινδοευρ. γλωσσών οι οποίοι δηλώνουν κυρίως στρογγυλά αντικείμενα
πρβλ. λατ. bulla «φυσαλλίδα νερού», λιθ. burbuas «φυσαλλίδα νερού», bulbus «πατάτα», αρμ. botk» «ραπάνι», αρχ. ινδ. bάlbaja «είδος χόρτου». Στην Ελληνική η λ. βολβός συνδέθηκε και με το βώλος «σβώλος». Τέλος, το λατ. bulbus είναι δάνειο από την Ελληνική].
Greek Monotonic
βολβός: ὁ, είδος κρεμμυδοειδούς ρίζας, σε Θεόκρ.· ο καρπός ο ονομαζόμενος «βορβός» ή «βρουβός» (η βρούβα), που βρίσκεται στους αγρούς της Ελλάδας.
Greek (Liddell-Scott)
βολβός: ὁ, Λατ. Bulbus, εἶδος κρομμυοειδοῦς ῥίζης, ἥτις εὑρίσκετο (καὶ ἔτι εὑρίσκεται) ἐν τοῖς ἀγροῖς τῆς Ἑλλάδος καὶ λίαν ἐτιμᾶτο, «βορβὸς» ἢ «βρουβὸς» τανῦν, Ἀριστ. Προβλ. 20. 26, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 13, 8, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 189, Θεόκρ. 14. 17· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., Πλάτ. Κωμ. Φα. 1 κ. ἄλλ.
Frisk Etymology German
βολβός: {bolbós}
Grammar: m.
Meaning: Zwiebel (att., Arist., Thphr. usw.).
Derivative: Mehrere Deminutiva: βολβίον (Hp.), βολβάριον (Epikt.), βολβίσκος (AP) kleine Zwiebel; βολβίδιον N. eines starkriechenden Fisches (Hp.). — Dagegen müssen βολβίτιον (Gal.), βολβιτίνη (H., vgl. auch Arist. und Speus. ap. Ath. 7, 318e), die ebenso einen Fisch bezeichnen, zu βόλβιτον gehören. Die Beurteilung vom Fischnamen βολβιτις (Epich.) hängt vom Akzent ab: falls βολβῖτις, zu βολβός; falls dagegen βολβιτίς, zu βόλβιτον. Vgl. Thompson Fishes 33, Fraenkel Nom. ag. 2, 174 A. 1; auch Redard Les noms grecs en -της 85. — Sicher von βολβός kommt der Pflanzenname βολβίνη (Thphr., s. Strömberg Theophrastea 86). — Außerdem βολβώδης (Thphr.).
Etymology: Lautsymbolische Reduplikationsbildung ohne direkte Verwandte (lat. bulbus ist LW). Rein lautlich erinnern daran einige Ausdrücke für runde od. ähnl. Gegenstände, z. B. lat. bulla Wasserblase, βυλλά· βεβυσμένα H., lit. bur̃bulas Wasserblase usw., vgl. βομβυλίς s. βόμβος; ferner arm. boɫk Radieschen, aind. bálba-ja- m. Grasart, Eleusine indica, eig. "balba-geboren". Genetische Verwandtschaft kann für arm. palar pustula in Betracht kommen (doch sehr unsicher). S. WP. 2, 111, Pok. 103; auch W.-Hofmann s. bulbus (mit reicher Lit.) und βῶλος.
Page 1,249-250