φυγαδευτικός

Revision as of 13:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φυγαδευτική, φυγαδευτικόν,
A banishing, τινος Hld.8.11.
II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.

German (Pape)

[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδευτικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τι φεύγειν, δύναμίν τινα ἐνοικεῖν τῇ λίθῳ πυρὸς φυγαδευτικὴν Ἡλιόδ. 8. 11, Κλήμ. Ἀλ. 197· ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 589C. ΙΙ. φ. χρήματα, ἡ περιουσία τῶν εἰς ἀειφυγίαν φυγαδευθέντων, Φωτ. Λεξ. ἐν λ. μαστῆρες.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ φυγαδεύω
1. αυτός ο οποίος φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «φυγαδευτικὰ χρήματα» — η περιουσία αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια εξορία (Φώτ.).