φυγαδευτικός
English (LSJ)
φυγαδευτική, φυγαδευτικόν,
A banishing, τινος Hld.8.11.
II φ. χρήματα the property of exiles, Phot. s.v. μαστῆρες.
German (Pape)
[Seite 1311] vertreibend, verbannend, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγᾰδευτικός: -ή, -όν, ὁ ποιῶν τι φεύγειν, δύναμίν τινα ἐνοικεῖν τῇ λίθῳ πυρὸς φυγαδευτικὴν Ἡλιόδ. 8. 11, Κλήμ. Ἀλ. 197· ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 589C. ΙΙ. φ. χρήματα, ἡ περιουσία τῶν εἰς ἀειφυγίαν φυγαδευθέντων, Φωτ. Λεξ. ἐν λ. μαστῆρες.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φυγαδεύω
1. αυτός ο οποίος φυγαδεύει («ἡμέραν ἧς ἡ πνοὴ φυγαδευτικὴ τῶν σκιῶν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φρ. «φυγαδευτικὰ χρήματα» — η περιουσία αυτών που έχουν καταδικαστεί σε ισόβια εξορία (Φώτ.).