φυτευτικός

Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φυτευτική, φυτευτικόν, of or for planting, ἡ φυτευτική Poll.7.140; τὰ φυτευτικά Porph. ap. Eus.PE3.11.

German (Pape)

[Seite 1319] zum Pflanzen gehörig, das Pflanzen betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῠτευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς φύτευσιν, Πλάτ. Πολ. 510Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φυτευτικός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύτευση
2. κατάλληλος για φύτευση.