συναποκρύπτω

Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

join in concealing, Ael.NA7.25; conceal together, LXX Ep.Je.48, Lib.Descr.13.4, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκρύπτω: ἀποκρύπτω ὁμοῦ, τὸ δὲ στέρνον Ἀνταίῳ συναποκρύπτεται Λιβάν. τ. 4, σ. 1082, 20, κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι
κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῦ συναποκρυβῶσι μετ' αὐτῶν», ΠΔ)
2. βοηθώ σε απόκρυψη.