ἀντικατάλλαξις
English (LSJ)
-εως, ἡ, profits of commerce, D.L.7.99, BGU1210.177 (ii A. D., pl.).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. αλα- PGnom.90
beneficio, compensación ἐκ τῆς πραγματείας D.L.7.99, cf. PGnom.177 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 252] ἡ. der Gewinn von einer Unternehmung, Diog. L. 7, 99.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικατάλλαξις: -εως, ἡ, τὸ ἐκ τοῦ ἐμπορίου κέρδος, Διογ. Α. 7. 99.
Greek Monolingual
ἀντικατάλλαξις, η (Α)
εμπορικό κέρδος.