γηπετής

Revision as of 13:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

γηπετές, (πίπτω) falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).

German (Pape)

ές, zur Erde gefallen, Eur. Phoen. 672.

Russian (Dvoretsky)

γηπετής: дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur.

Greek (Liddell-Scott)

γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.

Greek Monolingual

γηπετής (-ές (Α)
αυτός που έπεσε κάτω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -πετής < πίπτω)

Greek Monotonic

γηπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.

Middle Liddell

πίπτω
falling or fallen to earth, Eur.