προκαταξύω
English (LSJ)
scrape first, Asclep. ap. Gal.12.411 (Pass.), Archig. ap. Aët.6.55.
Greek Monolingual
Α
καταξύνω ή αποξύνω καλά προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταξύω «ξύνω πολύ, φθείρω ξύνοντας»].
scrape first, Asclep. ap. Gal.12.411 (Pass.), Archig. ap. Aët.6.55.
Α
καταξύνω ή αποξύνω καλά προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταξύω «ξύνω πολύ, φθείρω ξύνοντας»].