συνωριαστής

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

συνωριαστοῦ, ὁ, one who drives a συνωρίς, Luc.Zeux.9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
conducteur d'un char à deux chevaux.
Étymologie: συνωρίς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωριαστής -οῦ, ὁ [συνωρίς] menner van een tweespan.

German (Pape)

ὁ, der auf einem zweispännigen Wagen fährt, Luc. Zeux. 9.

Russian (Dvoretsky)

συνωριαστής: οῦ ὁ συνωρίς синориаст, управляющий пароконной колесницей Luc.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που οδηγεί συνωρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνωρίς, -ίδος + κατάλ. -ιαστής μέσω ενός αμάρτυρου ρ. συνωριάζω].

Greek Monotonic

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που διοικεί συνωρίδα (συνωρίς), αμαξηλάτης σε άμαξα δύο αλόγων, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωριαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλαύνων, διοικῶν συνωρίδα, ἁρματηλάταις καὶ συνωριασταῖς Λουκ. ἐν Ζεύξ. 9.

Middle Liddell

συνωριαστής, οῦ, ὁ,
one who drives a συνωρίς, Luc. [from συνωρίζω