τετραβόειος

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τετραβόειον, of four bull-hides, Call.Dian.53, Q.S.6.547.

German (Pape)

[Seite 1096] = τεσσαράβοιος; Callim. Dian. 52; Qu. Sm. 6, 547.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰβόειος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τεσσάρων βοείων δορῶν, ἐπὶ ἀσπίδος, τετρ. σάκος Καλλ. εἰς Ἀρτ. 53, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 547.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τέσσερα δέρματα βοδιού («σάκει ἴσα τετραβοείων», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -βόειος (< βοῦς), πρβλ. πολυβόειος.