πολυκατασκεύαστος

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πολυκατασκεύαστον, elaborately wrought, Sch.D Il.3.358.

German (Pape)

[Seite 664] mühsam od. sorgfältig bearbeitet, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκατασκεύαστος: -ον, ὁ μετὰ πολλῆς ἐπιμελείας κατεσκευασμένος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 358.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει κατασκευαστεί με μεγάλη επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κατασκευαστός (< κατασκευάζω), πρβλ. νεοκατασκεύαστος].