σαόμβροτος

Revision as of 13:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

σαόμβροτον, preserving mortals, Procl.H.7.40.

German (Pape)

[Seite 861] = σαοσίμβροτος, Procl. H. in Minerv. 40, richtigere Form als das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

σαόμβροτος: -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξίμβροτος, τερψίμβροτος)].