ἀνήμελκτος
English (LSJ)
ἀνήμελκτον, unmilked, Od.9.439.
Spanish (DGE)
-ον
no ordeñado θήλειαι de ovejas Od.9.439, cf. Nonn.D.41.140, Sch.Theoc.1.5/6d.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ἀνήμελκτος: недоенный (θήλειαι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήμελκτος: -ον, (ἀμέλγω) ὁ μὴ ἠμελγμένος, «ἀνάρμεχτος», Ὀδ. 9. 439.
English (Autenrieth)
(ἀμέλγω): unmilked, Od. 9.439†.
Greek Monolingual
ἀνήμελκτος, -ον (Α) αμέλγω
μη αρμεγμένος, ανάρμεχτος.
Greek Monotonic
ἀνήμελκτος: -ον (ἀμέλγω), μη αρμεγμένος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἀμέλγω
unmilked, Od.