κορωνοποδώδης

Revision as of 06:30, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κορωνοποδῶδες, like crow's feet, Thphr. HP 1.10.5.

Greek (Liddell-Scott)

κορωνοποδώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος τῷ φυτῷ κορωνόπους, ἐκ διορθώσεως ἐν Θεοφρ. Φυτ. π. Ἱστ. 1. 10, 5, (κατ’ εἰκασίαν) ἀντὶ σκολοπώδης.

Greek Monolingual

κορωνοποδώδης, -ῶδες (Α) κορωνόπους
αυτός που μοιάζει με τα πόδια της κουρούνας («τὰ τῆς συκῆς [φύλλα] ὥσπερ ἂν εἴποι τις κορωνοποδώδη», Θεόφρ.).