ἐριθακώδης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1028] ες, dem obigen Vogel ähnlich, γραῖαι, Epicharm. bei Ath. VII, 318 e, vielleicht schwatzhaft.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῑθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὡς ἐρίθακος, λάλος, φλύαρος, ἐριθακώδεις γραῖαι Ἐπίχ. 33 Ahr.
Greek Monolingual
ἐριθακώδης, -ες (Α) εριθάκη
αυτός που μοιάζει με τον ερίθακο, ο φλύαρος («ἐριθακώδεις γραῖαι», Επίχ.).