ἐρίθακος

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίθᾰκος Medium diacritics: ἐρίθακος Low diacritics: ερίθακος Capitals: ΕΡΙΘΑΚΟΣ
Transliteration A: eríthakos Transliteration B: erithakos Transliteration C: erithakos Beta Code: e)ri/qakos

English (LSJ)

ὁ, robin-redbreast, Erithacus rubecula, Arist.HA592b22, Gp.15.1.22, etc.; cf. ἐριθεύς, ἐρίθυλος:—the bird described as imitative by Porph.Abst.3.4 must be different.

German (Pape)

[Seite 1028] ὁ, ein Vogel, der wie die Papageien u. Elstern sprechen lernte, Arist. H. A. 9, 49, auch ἐριθεύς.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίθακος: v.l. ἐριθακός ὁ эритак (птица, способная перенимать человеческую речь) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίθακος: ὁ, πτηνὸν λάλον διδασκόμενον νὰ ψελλίζῃ λέξεις ὡς ὁ ψιττακός, «ὄρνεον μονῆρες καὶ μονότροπον» Σουΐδ. - Κατ’ Ἀριστοτέλ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4), μεταβάλλουσι δὲ καὶ οἱ ἐρίθακοι καὶ οἱ καλούμενοι φοινίκουροι ἐξ ἀλλήλων· ἔστι δὲ ὁ μὲν ἐρίθακος χειμερινόν, οἱ δὲ φοινίκουροι θερινοί, διαφέρουσι δὲ ἀλλήλων οὐθὲν ὡς εἰπεῖν, ἀλλ’ ἢ τῇ χρόᾳ μόνον· πρβλ. Ἀποσπ. τοῦ αὐτοῦ 241. 10. - Παροιμ., οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους, «ἔστι δὲ ὄρνεον ὑπὸ μέν τινων καλούμενον ἐριθεύς, ὑπὸ δὲ ἑτέρων ἐρίθυλος, ὑπὸ τῶν πλειόνων ἐρίθακος» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 922 (927)· - ὁ Adams νομίζει ὅτι ὁ ἐρίθακος εἶναι ἡ πυραλλίς, «πετρίτης».

Greek Monolingual

ἐρίθακος, ὁ (AM)
Ι. ωδικό πτηνό που μαθαίνει να ψελλίζει λέξεις όπως ο παπαγάλος
ονομάζεται και εριθεύς, ερίθυλος, φοινίκουρος (κν. πετρίτης)
2. παροιμ. «οὐ τρέφει μία λόχμη δύο ἐριθάκους» — γι’ αυτούς που προσπαθούν να κερδίσουν από μικρά πράγματα (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < έριθος. Εμφανίζει δύο παράλληλους τ.: εριθεύς και ερίθυλος].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of a bird, prob. robin-redbreast, Erithacus rubecula (Arist.), s. Thompson Birds s. v.
Other forms: ἐριθεύς (Thphr.), ἐρίθυλος (Sch.)
Derivatives: Adj. ἐριθακώδης (γραῖαι Epich. 61; meaning unclear; see on ἐριθάκη).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: From ἔριθος s.v., but DELG asks why? See Bosshardt, Nomina auf -ευς 67ff. and Thompson, Birds s.v.

Frisk Etymology German

ἐρίθακος: (Arist. u. a.),
{eríthakos}
Forms: ἐριθεύς (Thphr. u. a.), ἐρίθυλος (Sch.)
Grammar: m.
Meaning: Name eines Vogels, wahrscheinlich Rotkehlchen (s. Thompson Birds s. v.).
Derivative: ἐριθάκη f. Bienenbrot (Arist., Varr., Plin.). — Adj. ἐριθακώδης (γραῖαι Epich. 61; Bed. unklar).
Etymology: Wahrscheinlich zu ἔριθος, s. d. Nach Gehring Glotta 14, 183 dagegen vorgriechisch.
Page 1,558