μεταρσιόω

Revision as of 12:07, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

lift up, τὰς ὑστέρας Hp.Mul.2.138:—Pass., νέφος μεταρσιωθέν Hdt.8.65.

German (Pape)

[Seite 153] von dem Vorigen, in die Höhe heben, wie μετεωρίζω, μεταρσιωθέν, Her. 8, 65.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
élever dans les airs;
Moy. μεταρσιόομαι, μεταρσιοῦμαι s'élever dans les airs.
Étymologie: μετάρσιος.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιόω: αἴρω, σηκώνω ὑψηλά, μετεωρίζω, νέφος μεταρσιωθὲν Ἡρόδ. 8. 65.

Russian (Dvoretsky)

μεταρσιόω: высоко поднимать (νέφος μεταρσιωθέν Her.).