θορή
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1214] ἡ, der Saamen, = θορός; τοιαύτην δὲ καὶ Αἰθίοπες ἀπίενται θορήν Her. 3, 101; Plut. plac. phil. 5, 14.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. θορός.
Russian (Dvoretsky)
θορή: ἡ Her., Plut. = θορός.
Greek (Liddell-Scott)
θορή: ἡ, = θορός, Ἡρόδ. 3. 101, Πλούτ. 2. 907Α.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
θορή: ἡ, = θορός, σε Ηρόδ.