ψαφερός
English (LSJ)
ή, όν, Ion. for ψαφαρός (q. v.). ψάφιγμα,
A v. ψήφισμα.
German (Pape)
[Seite 1392] ion. statt ψαφαρός, Hippocr., Hesych.
ή, όν, Ion. for ψαφαρός (q. v.). ψάφιγμα,
A v. ψήφισμα.
[Seite 1392] ion. statt ψαφαρός, Hippocr., Hesych.