βασιλιναῦ
English (LSJ)
Spanish (DGE)
(βασῑλῐναῦ)
[[reina deformación por βασίλιννα en boca del tríbalo]], Ar.Au.1678.
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῑλῐναῦ: в произнош. трибалла у Arph. = βασίλιννα.
Greek (Liddell-Scott)
βασῐλῑναῦ: βαρβαρισμὸς ἀντὶ τοῦ βασίλιννα, βασίλειᾰ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1678.
Greek Monotonic
βασῑλῐναῦ: σολοικισμός αντί βασίλιννα, σε Αριστοφ.