φριμαγμός

Revision as of 05:30, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Thier" to "Tier")

English (LSJ)

ὁ, snorting, of any motions of rampant animals, of horses, Lyc.244; of goats, Poll.5.88, D.H.Comp.16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, das Schnauben, übh. die heftigen, ungeduldigen Bewegungen oder Sprünge muthiger Tiere, bes. der Böcke, seltener der Pferde (Poll. 5, 82), von denen φρυαγμός das eigtl. Wort ist; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρῐμαγμός: ὁ, τὸ φριμάσσεσθαι, τὸ ἐκ τῶν μυκτήρων φυσᾶν, καὶ καθόλου, πᾶσα κίνησις τῶν ζωηρῶν ἢ θυμοειδῶν ζῴων, ἰδίως τῶν ἵππων, Λυκόφρ. 244· τῶν αἰγῶν, Πολυδ. Ε΄, 88· πρβλ. τὸ ἑπομ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ φριμάσσομαι
το φρίμασμα
αρχ.
(κατά τον Αμμών.) «φριμαγμός
ἡ τοῦ τράγου φωνή».