φριμαγμός

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρῑμαγμός Medium diacritics: φριμαγμός Low diacritics: φριμαγμός Capitals: ΦΡΙΜΑΓΜΟΣ
Transliteration A: phrimagmós Transliteration B: phrimagmos Transliteration C: frimagmos Beta Code: frimagmo/s

English (LSJ)

ὁ, snorting, of any motions of rampant animals, of horses, Lyc.244; of goats, Poll.5.88, D.H.Comp.16 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, das Schnauben, übh. die heftigen, ungeduldigen Bewegungen oder Sprünge mutiger Tiere, bes. der Böcke, seltener der Pferde (Poll. 5, 82), von denen φρυαγμός das eigtl. Wort ist; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φρῐμαγμός: ὁ, τὸ φριμάσσεσθαι, τὸ ἐκ τῶν μυκτήρων φυσᾶν, καὶ καθόλου, πᾶσα κίνησις τῶν ζωηρῶν ἢ θυμοειδῶν ζῴων, ἰδίως τῶν ἵππων, Λυκόφρ. 244· τῶν αἰγῶν, Πολυδ. Ε΄, 88· πρβλ. τὸ ἑπομ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ φριμάσσομαι
το φρίμασμα
αρχ.
(κατά τον Αμμών.) «φριμαγμός
ἡ τοῦ τράγου φωνή».