πεπαιδευμένος

Revision as of 08:19, 10 November 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (Woodhouse)

(see also: παιδεύω) cultured, educated

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που απέκτησε ανώτερη μόρφωση, μορφωμένος. βλ. παιδεύω. Επιρ. πεπαιδευμένως Α
με τρόπο που αρμόζει σε μορφωμένο άνθρωπο, κοσμίως.