παιδεύω
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
fut. παιδεύσω: aor. ἐπαίδευσα: pf. πεπαίδευκα:—Med., fut.
A παιδεύσομαι E.Fr.1068: aor. ἐπαιδευσάμην Pl.R.546b:—Pass., fut. παιδευθήσομαι ib.376c; παιδεύσομαι (in pass. sense) Id.Cri.54a: aor. ἐπαιδεύθην S.OC562, Pl. Mx.236a, etc.: pf. πεπαίδευμαι X.Cyr.5.2.17, Pl.Lg.920a, etc.: (παῖς):—bring up a child or rear a child, λευκὸν αὐτὴν… ἐπαίδευσεν γάλα S.Fr. 648:—Pass., ἐπαιδεύθην ξένος Id.OC562; Ἅιδου δ' ἐν δόμοις παιδεύεται E.Ion953: but mostly,
II opp. τρέφω or ἐκτρέφω (Pl.Cri.54a, al.), train and teach, educate, παῖδας, etc., S.Tr.451, E.Supp.917; τοὺς νέους Pl.Ap.24e, etc.; κάκιστον ἡ εὐπετείη παιδεῦσαι τὴν νεότητα Democr. 178; οἱ πεπαιδευμένοι = educated, cultured persons, opp. ἀμαθεῖς, Id.185; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν… ὁ ποιητής Pl.R.606e; also, of animals, train, X.Eq.10.6 (Pass.), v. infr.:—Constr.: π. τινά τινι educate in or educate by... παιδείᾳ πεπαιδευμένους Pl.Lg.741a; μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινάς Id.R.430a; ἔθεσι τοὺς φύλακας ib.522a; π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Lys.2.3, etc.; ἐν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ, Isoc.4.82, 12.138; ἐν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ Pl.Cri.50e; π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινά, Id.Grg.519e, X.Mem. 2.1.17 (Pass.); πεπαιδευμένον πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι, Pl.R.492e, X.Mem.1.2.1 (Pass.); πρὸς τὴν πολιτείαν βλέποντας Arist.Pol.1260b15; ἐπ' ἀρετήν X.Cyn.13.3 (Pass.); περὶ βύρσας Id.Ap.29, etc.: c. dupl. acc., π. τινά τι teach one a thing, Antipho 3.2.3, Pl.R. 414d; ἀείμνηστον παιδείαν αὐτοὺς ἐπαίδευσε Aeschin.3.148: c. acc. rei only, teach a thing, Arist.Pol.1337b23: c. acc. et inf., π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.1.155: with predicative Adj. or Subst., π. τινὰ κακόν S.OC919; γυναῖκας σώφρονας π. E.Andr.601:—in Pass., c. acc. rei, to be taught a thing, παιδεύεσθαι τέχνην Pl.Lg.695a, al.; ἀκούσματα Men.Kith.Fr.5: c. acc. cogn. (attracted), ἀπὸ παιδεύσιος τῆς ἐπεπαίδευτο Hdt.4.78: c. inf., π. ἄρχειν X.Mem.2.1.3; ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι… ὥστε ὑπηρετεῖν Id.Cyr.1.6.39 (in later Gr., of things, ἡ ὕλη παιδεύεται φέρεσθαι… Pall.in Hp.2.106 D.); ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις παιδεύομαι to be educated only in what is indispensable, Th.1.84: especially in pf. part. Pass. πεπαιδευμένος, educated, trained, expert, X.Cyr.5.2.17; opp. ἀπαίδευτος, Pl.Lg.654d; ἱκανῶς π. ib.b; φαυλοτέρως π. δικασταί ib.876d; opp. δημιουργός, Id.Amat.135d; ἰατρὸς ὅ τε δημιουργὸς καὶ ὁ ἀρχιτεκτονικός, καὶ τρίτος ὁ πεπαιδευμένος περὶ τὴν τέχνην Arist.Pol.1282a4; πεπαιδευμένος also, well-bred, Id.EN1128a21:—Med., to have any one taught, cause him to be educated, E.Fr.1068; οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε educated as leaders, Pl.R.546b: c. acc. cogn., πολλὰ ἃ ἐκεῖνος αὐτὸν ἐπαιδεύσατο Id.Men.93d:—also in Act. in this sense, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε had him educated in the house of Ariphron, Id.Prt.320a, cf. Cri.50e: c. acc. cogn., Id.Men.93e; of animals, cause to be trained, Nausicr.2.8 (whereas Med. is sometimes used like Act., τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι educating nurture, i.e. education, E.IA561(lyr.)).
2 abs., give instruction, teach, Isoc.15.226.
III correct, discipline, τοὐμὸν ἦθος π. νοεῖς S.Aj.595; διαίτῃ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα X.Mem.1.3.5; ὕβρις πεπαιδευμένη chastened (i.e. well-bred) insolence, Aristotle's definition of εὐτραπελία, Rh.1389b11.
2 chastise, punish, LXX Ho.7.12, Ev.Luc.23.16, al.
German (Pape)
[Seite 440] ein Kind erziehen und unterrichten; παῖδας εὖ παιδεύετε, Eur. Suppl. 917; κώμοις παιδεύσωμεν τὸν ἀπαίδευτον, Cycl. 490; ἵνα αὐτοὺς ἐκθρέψῃς καὶ παιδεύσῃς, Plat. Crit. 54 a, öfter; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητής, Rep. X, 606 e; auch mit doppeltem acc. ἃ ἡμεῖς αὐτοὺς ἐτρέφομέν τε καὶ ἐπαιδεύομεν, III, 414 d; pass., μουσικὴν ὑπὸ Λάμπρου παιδευθείς, wie διδάσκω, Menex. 236 a; auch καίτοι σε Θῆβαί γ' οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν, Soph. O. C. 919; εἰ μὴ γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε, zu besonnenen, mäßigen, so daß sie mäßig sind, Eur. Andr. 601; u. mit dem inf., παιδεύω σε στρατηγεῖν, ich erziehe oder unterrichte dich dazu, Feldherr, Heerführer zu sein, Xen. Cyr. 1, 6, 12; πεπαίδευται καρτερεῖν πρὸς τὸ ῥῖγος, Mem. 2, 3, 13; – παιδεύειν ἐς τέχνην, zu einer Kunst anleiten, erziehen, ib. 2, 1, 17; Plat. Gorg. 519 e; ἦθος πρὸς ἀρετὴν πεπαιδευμένον, Rep. VI, 492 e, vgl. Prot. 342 d (πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Xen. Mem. 1, 2, 1); gew. μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ, Rep. IV, 430 a; ἐν ἤθεσι, Isocr. 4, 82; ἐπαιδεύθη ἐν Περσῶν νόμοις, Xen. Cyr. 1, 2, 2; ἐν ᾑ παιδείᾳ καὶ σὺ ἐπαιδεύθης, Plat. Crit. 50 d; ἐπ' ἀρετήν, Xen. Cyn. 13, 3; – ὁ πεπαιδευμένος, der Gelehrte, Gebildete, Xen. oft, übh. der mit einer Sache Vertraute, Kundige, im Gegensatz des ἀπαίδευτος und ἰδιώτης. – Das med., für sich erziehen, Plat. Rep. VIII, 546 b Menex. 238 b, unterrichten lassen.
French (Bailly abrégé)
élever, instruire, former : τινά qqn (un enfant, etc.) ; π. τινὰ κακόν SOPH faire de qqn un méchant homme par l'éducation ; ἐν παιδείᾳ π. τινά PLAT donner à qqn une éducation en qch ; παιδεύειν τινὰ ἤθεσι ou ἔθεσι PLAT donner à qqn par l'éducation certaines mœurs, certaines habitudes, former le caractère de qqn ; π. τινὰ περὶ τέχνην XÉN, εἰς τέχνην XÉN élever qqn dans un art, le former à un art ; πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι XÉN habituer qqn à une vie modeste ; π. τινά τι apprendre qch à qqn ; παιδεύειν τινά avec l'inf. : enseigner à qqn à ; en gén. παιδεύειν τινά instruire qqn, faire l'instruction de qqn ; τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα π. διαίτῃ τινί XÉN former l'âme et le corps à une certain genre de vie ; en parl. des animaux élever, former, dresser;
Moy. παιδεύομαι élever pour soi : τινα qqn.
Étymologie: παῖς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδεύω [παῖς] grootbrengen, opvoeden, onderwijzen, trainen:; ἐπαιδεύθην ξένος ik werd grootgebracht in ballingschap Soph. OC 562; τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν … ὁ ποιητής de dichter (Homerus) is de opvoeder van Hellas Plat. Resp. 606e; σε Θῆβαί γ’ οὐκ ἐπαίδευσαν κακόν niet Thebe heeft je een slechte opvoeding gegeven Soph. OC 919; ἔστι δὲ τέτταρα … ἃ παιδεύειν εἰώθασι er zijn vier disciplines die men gewoonlijk onderwijst Aristot. Pol. 1337b23; τοὺς στρατιώτας... ἐπαιδεύομεν μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ we onderwezen de soldaten in/door muziek en gymnastiek Plat. Resp. 430a; παιδεύοντας ἐν τοῖς τῶν τεθνεώτων ἔργοις τοὺς ζῶντας de levenden opvoeden in de daden van de gestorvenen Lys. 2.3; γυναῖκας σώφρονας παιδεύετε jullie voeden vrouwen op tot kuisheid Eur. Andr. 601; παιδεύειν ἀνθρώπους εἰς ἀρετήν mensen tot deugd opvoeden Plat. Grg. 519e; καπηλεύειν παιδεύειν τοὺς παῖδας de kinderen leren handeldrijven Hdt. 1.155.4; causat. laten opvoeden:, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε hij liet hem bij Ariphron opvoeden Plat. Prot. 320a, meestal med.; ptc. perf. πεπαιδευμένος ontwikkeld, geschoold. discipline bijbrengen; ook van dieren; ὄρνιθες δ’ ἐπεπαίδευντό σοι vogels zijn door jou getraind Xen. Cyr. 1.6.39; overdr..; ἡ γὰρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστίν geestigheid is gedisciplineerde brutaliteit Aristot. Rh. 1389b11; tuchtigen, slaan. NT Luc. 23.16.
Russian (Dvoretsky)
παιδεύω:
1 воспитывать (τινὰ τρέφειν καὶ π., ἦθος πρὸς ἀρετὴν πεπαιδευμένον Plat.): τινὰ σώφρονα π. Eur. воспитывать из кого-л. разумного человека; πεπαιδεῦσθαι καρτερεῖν πρὸς τὸ ῥῖγος Xen. приучиться переносить холод;
2 учить, обучать: π. τινά τινι и εἴς τι Plat., ἔν τινι, περί τι, реже ἐπί τι и ποιεῖν τι Xen. etc. обучать кого-л. чему-л.; ὁ πεπαιδευμένος Xen. образованный (ученый, сведущий) человек;
3 наказывать (παιδεύσας αὐτὸν ἀπολύσω NT).
Greek (Liddell-Scott)
παιδεύω: μέλλ. -σω: ἀόρ. ἐπαίδευσα: πρκμ. πεπαίδευκα. - Μέσ., μέλλ. παιδεύσομαι Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 38: ἀόρ. ἐπαιδευσάμην Πλάτ. Πολ. 546Β˙ - Παθ., μέλλ. παιδευθήσομαι αὐτόθι 376C, ὡσαύτως παιδεύσομαι (ἐπὶ παθητ. σημασίας) ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 54Α: ἀόρ. ἐπαιδεύθην Σοφ. Ο. Κ. 562, Πλάτ. κτλ.: πρκμ. πεπαίδευμαι Ξενοφ., κτλ.˙ (παῖς). Ἀνατρέφω, λευκὸν αὐτὴν .. ἐπαίδευσεν γάλα Σοφ. Ἀποσπ. 433, πρβλ. παιδεία ἐν ἀρχ.˙ - ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ΙΙ. ἀντίθετον τοῦ τρέφω ἢ ἐκτρέφω (Πλάτ. Κρίτων 54Α, κ. ἀλλ.), ἀνατρέφω καὶ διδάσκω, παῖδας, κτλ., Σοφ. Τρ. 451, Εὐρ., Πλάτ., κτλ., τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ... ὁ ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 606Ε˙ ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων, ἀνατρέφω, ἀσκῶ, ὡς τὸ διδάσκω, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 3, Ξενοφ. Ἱππ. 10, 6, κτλ. - Σύνταξις: π. τινά τινι, παιδείᾳ παιδεύειν τινὰ Πλάτ. Νόμ. 741˙ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ π. τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 430Α˙ ἔθεσι αὐτόθι 522Α˙ - π. τινὰ ἐν τοῖς ἔργοις Λυσίας 190. 33, κλ.˙ ἔν ἤθεσι, ἐν ἀρετῇ Ἰσοκρ. 57Α, 261C· ἐν μουσικῇ Πλάτ. Κρίτων 50D· - ὡσαύτως, π. τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 519Ε, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 17˙ πρὸς ἀρετήν, πρὸς τὸ μετρίων δεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 492Ε, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1˙ ἐπ’ ἀρετὴν ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 13. 3˙ περὶ τέχνην τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 29, κτλ.˙ - μετὰ διπλῆς αἰτ., π. τινά τι, διδάσκω τινά τι, Ἀντιφῶν 121. 23, Πλάτ. Πολ. 414D, Αἰσχίν. 74. 37· καὶ οὕτω μόνον μετ’ αἰτ. πράγμ., διδάσκω τι, Ἀριστ. Πολιτικλ 8. 3, 1. - μετ’ αἰτιατ. καὶ ἀπαρ., π. τινὰ καθαρίζειν Ἡρόδ. 1. 155· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρ., π. τινὰ κακὸν (εἶναι) Σοφοκλ. Ο. Κ. 919· π. γυναῖκας σώφρονας (εἶναι) Εὐρ. Ἀνδρ. 601· οὕτως ἐν τῷ παθ. μετ’ αἰτ. πράγμ., διδάσκομαι τι πρᾶγμα, παιδεύεσθαι τέχνην Πλάτ. Νόμ. 695Α, κ. ἀλλ.· ἀκούσματα Μένανδρος ἐν «Κιθαριστῇ» 6· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., παίδευσιν π. Ἡρόδ. 4. 78· μετ’ ἀπαρ., π. ἄρχειν Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 3· ὄρνιθες ἐπεπαίδευντό σοι.. ὥστε ὑπηρετεῖν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 6, 39· ὡσαύτως, οἶδα.. ὡς ἐπαιδεύθην κακὸς (ἐξυπ. εἶναι) Σοφ. Ο. Κ. 562· - ἐν τοῖς ἀναγκαιοτάτοις π., διδάσκομαι μόνον τὰ ἀπολύτως ἀναγκαῖα, Θουκ. 1. 84· - ἀπολ., ὁ πεπαιδευμένος, ὡς καὶ νῦν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπαίδευτος, Πλάτ. Νόμ. 654Β, D, κτλ.· μάλιστα ἐπὶ ἀνθρώπου ἐντριβοῦς εἰς τὰς ἐπιστήμας ἢ τέχνας ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπαίδευτος ἢ ἰδιώτης, αὐτόθι 876D, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 17· ὡσαύτως ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δημιουργός, Πλάτ. Ἀντεραστ. 135D, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 11. 11· - Μέσ., ἐνεργῶ ὥστε νὰ διδαχθῇ τις ἢ ἐκπαιδευθῇ (πρβλ. διδάσκω Ι), Εὐρ. Ἀποσπ. 1053, Πλάτ. Μένων 93D· οὓς ἡγεμόνας πόλεως (εἶναι) ἐπαιδεύσασθαι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 546Β· ἀλλὰ τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐν Ἀρίφρονος ἐπαίδευε, τὸν εἶχε καὶ ἐξεπαιδεύετο ἐν τῇ οἰκίᾳ, Πλάτ. Πρωτ. 320Α, πρβλ. Κρίτωνα 50D, Μένωνα 93Ε (ἂν καὶ ὀλίγον ἀνωτέρω ὑπάρχει τὸ μέσ.)· καὶ τὸ μέσ. ἐνίοτε κεῖται παραπλησίως ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ἐνεργ. ἐν Εὐρ. Ι. Α. 562, τροφαὶ αἱ παιδευόμεναι, ἐκπαιδεύουσα ἀνατροφή, δηλ. ἐκπαίδευσις· καὶ τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ ἐνεργ. ὡς τὸ μέσ., Πλάτ. Πρωτ. 319Ε, 320Α, πρβλ. Μένωνα 93D καὶ Ε, Ναυσικράτης ἐν «Ναυκλήροις» 2. 3. 2) ἀπολ., διδάσκω, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 226. ΙΙΙ. διορθώνω, σωφρονίζω, τοὐμὸν ἦθος π. δοκεῖς Σοφ. Αἴ. 595· τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα π. διαίτῃ τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 5· - ὕβρις πεπαιδευμένη, αὐθάδεια κολαζομένη ὡς ὁ Ἀριστ. ὁρίζει τὴν εὐτραπελίαν, ἡ γὰρ εὐτραπελία πεπαιδευμένη ὕβρις ἐστὶ Ρητ. 2. 12, 16. 2) τιμωρῶ, κολάζω, Ἑβδ. (Ωσηὲ ζ΄, 12, κ. ἀλλ.), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 16, κ. ἀλλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 144.
English (Slater)
παιδεύω teach οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.
English (Strong)
from παῖς; to train up a child, i.e. educate, or (by implication), discipline (by punishment): chasten(-ise), instruct, learn, teach.
English (Thayer)
imperfect ἐπαίδευον; 1st aorist participle παιδεύσας; passive, present παιδεύομαι; I aorist ἐπαιδεύθην; perfect participle πεπαιδευμένος; (παῖς); Sept for יָסַר;
1. as in classical Greek, properly, to train children: τινα with a dative of the thing in which one is instructed, in passive, σοφία (Winer's Grammar, 221 (213) n.), R G L WH (cf. Buttmann, § 134,6) (γράμμασιν, Josephus, contra Apion 1,4at the end); ἐν σοφία, ibid. T Tr; τινα κατά ἀκρίβειαν, in passive, to be instructed or taught, to learn: followed by an infinitive, to cause one to learn: followed by ἵνα, to chastise;
a. to chastise or castigate with words, to correct: of those who are moulding the character of others by reproof and admonition, τινα παιδεύειν καί ῥυθμίζειν λόγῳ, Aelian v. h. 1,34).
b. in Biblical and ecclesiastical use employed of God, to chasten by the infliction of evils and calamities (cf. Winer's Grammar, § 2,1b.): to chastise with blows, to scourge: of a father punishing a Song of Solomon, Deuteronomy 22:18)).
Greek Monolingual
(ΑΜ παιδεύω)
1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω
2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.)
3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ σε, Παναγιά, να παιδέψεις την κλεψιά», Πολίτ.
β. «παιδεύσας οὖν αὐτὸν ἀπολύσω», ΚΔ)
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπαιδευμένος, -η, -ο(ν)
αυτός που απέκτησε ανώτερη μόρφωση, μορφωμένος
νεοελλ.
υποβάλλω κάποιον σε κόπους και βάσανα, σε επίμονη όχληση και ταλαιπωρία, ταλαιπωρώ, τυραννώ, βασανίζω («μέ παίδεψε ώσπου να το καταλάβει»)
αρχ.
1. (σχετικά με παιδί) ανατρέφω, μεγαλώνω («λευκὸν αὐτὴν ἐπαίδευσε γάλα», Σοφ.)
2. διδάσκω κάποιον, μαθαίνω σε κάποιον κάτι
3. (απολ.) παρέχω γνώσεις
4. σωφρονίζω («διαίτη δὲ τὴν ψυχὴν ἐπαίδευσε καὶ τὸ σῶμα», Ξεν.)
5. (μέσ με ενεργ. σημ.) παιδεύομαι
εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι
6. (ενεργ. και μέσ.) ενεργώ ώστε να διδαχθεί, να εκπαιδευθεί κάποιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + κατάλ. -εύω. Η αρχική σημ. του ρ. παιδεύω «ανατρέφω, μεγαλώνω παιδιά» εξελίχθηκε «ἐπί καλῶ» μεν στη σημ. «εκπαιδεύω, διδάσκω, παιδαγωγώ», «ἐπὶ κακῷ» δε στη σημ. «τιμωρώ, τυραννώ, ταλαιπωρώ, βασανίζω», λόγω τών πειθαρχικών τιμωριών που υφίσταντο τα παιδιά στα πλαίσια του παλαιού σχολείου και σύμφωνα με τις αρχές της παραδοσιακής αγωγής].
Greek Monotonic
παιδεύω: μέλ. -σω, αόρ. αʹ ἐπαίδευσα, παρακ. πεπαίδευκα — Μέσ., μέλ. παιδεύσομαι, αόρ. αʹ ἐπαιδευσάμην, Παθ. μέλ. παιδευθήσομαι, επίσης Μέσ. παιδεύσομαι (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ἐπαιδεύθην, παρακ. πεπαίδευμαι· (παῖς)·
I. τρέφω ή ανατρέφω παιδί, σε Σοφ.
II. κυρίως, αντίθ. προς το τρέφω, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· παιδεύειν τινὰ μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ, σε Πλάτ.· ἐν μουσικῇ, στον ίδ.· παιδεύω τινὰ εἰς πρὸς ἀρετήν, στον ίδ.· με διπλή αιτ., παιδεύω τινά τι, διδάσκω κάτι σε κάποιον, στον ίδ.· με αιτ. και απαρ., τινὰ κιθαρίζειν, σε Ηρόδ.· και χωρίς απαρ., παιδεύω γυναῖκας σώφρονας (εἶναι), σε Ευρ.· απ' όπου, στην Παθ. με αιτ. πράγμ., διδάσκομαι ένα πράγμα, σε Πλάτ.· απόλ., ὁ πεπαιδευμένος, άνθρωπος εγγράμματος, αντίθ. προς ἀπαίδευτος ή ἰδιώτης, σε Ξεν., Πλάτ. — Μέσ., διδάσκω κάποιον, τον προκαλώ να διδαχθεί, σε Πλάτ.
III. τιμωρώ, επιβάλλω πειθαρχία, σε Σοφ., Ξεν.· τιμωρώ με ξυλοδαρμό, κολάζω, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
παῖς
I. to bring up or rear a child, Soph.
II. mostly, opp. to τρέφω, to train, teach, educate, Soph., Eur., etc.; παιδεύειν τινα μουσικῆι καὶ γυμναστικῆι Plat.; ἐν μουσικῆι Plat.; π. τινὰ εἰς πρὸς ἀρετήν Plat.; c. dupl. acc., π. τινά τι to teach one a thing, Plat.; c. acc. et inf., π. τινὰ κιθαρίζειν Hdt.; and without inf., π. γυναῖκας σώφρονας εἶναι Eur.:—hence in Pass., c. acc. rei, to be taught a thing, Plat.:—absol., ὁ πεπαιδευμένος a man of education, opp. to ἀπαίδευτος or ἰδιώτης, Xen., Plat.:—Mid. to have any one taught, cause him to be educated, Plat.
III. to correct, discipline, Soph., Xen.: to chastise, punish, NTest.
Chinese
原文音譯:paideÚw 派丟哦
詞類次數:動詞(13)
原文字根:打擊
字義溯源:訓練,教養,管教,責罰,懲冶,責打,學,勸戒,受教,教導;源自(παῖς)*=孩童)。參讀 (ἀνατρέφω) (διδάσκω) (εἰσάγω)同義字
出現次數:總共(13);路(2);徒(2);林前(1);林後(1);提前(1);提後(1);多(1);來(3);啓(1)
譯字彙編:
1) 管教(3) 來12:7; 來12:10; 啓3:19;
2) 勸戒(1) 提後2:25;
3) 教導(1) 多2:12;
4) 他必管教(1) 來12:6;
5) 他們受了管教(1) 提前1:20;
6) 受責罰的(1) 林後6:9;
7) 責打(1) 路23:22;
8) 學了(1) 徒7:22;
9) 受教(1) 徒22:3;
10) 懲治(1) 林前11:32;
11) 責打了(1) 路23:16
Mantoulidis Etymological
(=ἀνατρέφω, διδάσκω). Ἀπό τό παῖς, παιδός, καί ὁμηρ. πάις. (Λατιν. puer).
Παράγωγα: παιδάριον (ὑποκορ.), παιδαριώδης, παιδικός, παιδίον (ὑποκορ.), παιδίσκος, παιδίσκη, παιδεία, παίδευμα, παιδευτέος, παιδευτέον, παιδευτήριον, παιδευτής, παιδευτικός, παιδευτός, παίδευσις, ἀπαίδευτος.
Lexicon Thucydideum
institui, to be appointed, 1.84.3, 1.84.4.
Translations
Albanian: arsimoj, edukoj; Arabic: يُعَلم; Armenian: կրթել; Azerbaijani: oxutmaq, təlim etmək, təhsil vermək, təhsilləndirmək; Bengali: শিক্ষা দেওয়া; Bulgarian: образовам, обучавам, тренирам; Catalan: educar, instruir; Cornish: adhyski; Czech: vzdělat; Dutch: opleiden, onderwijzen, opvoeden; Esperanto: eduki; Finnish: kouluttaa, kasvattaa; French: éduquer; German: ausbilden, erziehen; Greek: εκπαιδεύω; Ancient Greek: παιδεύω; Hebrew: חִינֵּךְ; Hungarian: oktat; Ido: edukar; Irish: oil; Italian: istruire, educare; Japanese: 教える, 教育する, 啓発する; Kabuverdianu: iduka; Kurdish Northern Kurdish: taşandin, perwerde kirin, fêr kirin, elimandin, hîn kirin, terbiye dan; Kyrgyz: окутуу, ийитүү; Latvian: audzināt; Malay: didik; Maltese: eduka; Maori: whakaako; Norman: êcoler, êdutchi, înstruithe; Portuguese: educar, instruir, ensinar; Romanian: educa, instrui; Russian: обучать, обучить, воспитывать, воспитать; Scottish Gaelic: foghlaim, ionnsaich, teagaisg; Sinhalese: ඉගැන්වීම; Spanish: educar, instruir; Swahili: elimisha; Swedish: utbilda, uppfostra; Tigrinya: መሃረ; Turkish: eğitmek; Welsh: addysgu
teach
Abkhaz: арҵара; Afrikaans: leer, onderrig; Alabama: aabachi; Albanian: mësoj; Arabic: عَلَّمَ; Egyptian Arabic: درس; Moroccan Arabic: قرا, علم; Armenian: սովորեցնել, ուսուցանել, դաս տալ, վարժեցնել; Aromanian: nvetsu, anvetsu; Assamese: শিকোৱা, পঢ়োৱা; Asturian: enseñar; Avar: малъизе; Azerbaijani: öyrətmək; Basque: irakatsi; Belarusian: вучыць, выкладаць; Bengali: শেখান; Bikol Central: tukdo; Bulgarian: уча, уча, обучавам; Burmese: သင်, ပညာပေး; Buryat: һургаха; Catalan: ensenyar; Chechen: хьеха; Cherokee: ᏕᎨᏲᎲᏍᎦ; Chichewa: -phunzitsa; Chinese Cantonese: 教; Dungan: җё; Mandarin: 教, 教授; Min Dong: 教; Min Nan: 教; Wu: 教; Cornish: dyski, deski; Czech: učit; Danish: undervise, lære; Dutch: aanleren, leren, onderwijzen, lesgeven; Elfdalian: lära; Esperanto: instrui, lernigi; Estonian: õpetama; Evenki: алагу-; Faroese: læra, undirvísa; Finnish: opettaa; French: apprendre, enseigner; Friulian: insegnâ; Galician: ensinar, aprender, deprender; Georgian: სწავლა, სწავლება; German: lehren, beibringen; Gothic: 𐍄𐌰𐌻𐌶𐌾𐌰𐌽, 𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌻𐌰𐌹𐍃𐌾𐌰𐌽; Greek: διδάσκω; Ancient Greek: ἀναγεννάω, ἀναδιδάσκω, ἀναπηγάζω, ἀναστέλλω, ἀποπαιδαγωγέω, δαῆναι, δαίσκω, δάσκω, δείκνυμι, δεικνύω, δέκνυμι, διαδιδάσκω, διαπαιδαγωγέω, διδασκαλεῖν, διδασκαλεύω, διδασκαλέω, διδασκαλῶ, διδάσκω, δίδωμι, εἰσάγω, ἐκδείκνυμι, ἐκδιδάσκω, ἐκμελετάω, ἐκμουσόω, ἐκπαιδαγωγέω, ἐκπαιδεύω, ἐκφέρω, ἐνδιδάσκω, ἐξάρχω, ἐσσάρχω, καθηγέομαι, καθηγοῦμαι, μαθητεύω, μυέω, παιδεύω, παραδίδωμι, προβιβάζω, σπουδάζω, ὑποδείκνυμι, φρενόω, φρενῶ; Greenlandic: ilinniartitsivoq; Guaraní: mbo'e; Hawaiian: aʻo; Hebrew: לימד \ לִמֵּד; Hindi: सिखाना, शिक्षा देना, पढ़ाना; Hinukh: молъа; Hittite: 𒀭𒈾𒉡𒍣; Hungarian: tanít, megtanít, oktat; Icelandic: kenna; Ido: instruktar; Indonesian: ajar, mengajar, mengajari; Interlingua: inseniar; Irish: múin, teagasc; Old Irish: for·cain, do·inchoisc; Istriot: insignà; Italian: insegnare; Japanese: 教える; Javanese: mulang muruk; Kabuverdianu: iduka; Kannada: ಕಲಿಸು; Kazakh: оқыту, сабақ беру; Khmer: បង្រៀន; Korean: 가르치다; Kurdish Central Kurdish: وتنەوە; Northern Kurdish: fêr kirin; Kyrgyz: окут-, үйрөтүү, сабак берүү; Lao: ສອນ; Latin: doceo, instruo, addoceo; Latvian: mācīt; Lithuanian: mokyti; Lü: ᦉᦸᧃ; Lushootseed: ʔugʷus, ʔugʷusəd, ʔugʷucid; Luxembourgish: léieren; Macedonian: учи; Malay: mengajar; Malayalam: പഠിപ്പിക്കുക, അഭ്യസിപ്പിക്കുക, ശിക്ഷണം നൽകുക; Maltese: għallem; Manx: ynsee; Mongolian Cyrillic: заах, сургах; Mongolian: ᠵᠢᠭᠠᠬᠤ, ᠰᠤᠷᠭᠠᠬᠤ; Nanai: алоси-; Neapolitan: 'mparà; Nepali: सिकाउनु; Norman: apprendre, ensîngni; Northern Sami: oahpahit; Norwegian: undervise, lære; Occitan: ensenhar; Odia: ଶିକ୍ଷା ଦେବା; Old Church Slavonic Cyrillic: оучити; Old East Slavic: учити, ꙋчити; Old English: lǣran, tǣċan; Old Norse: kenna; Oromo: barsiisuu; Ossetian: ахуыр кӕнын, амонын; Persian: یاد دادن درس دادن, آموزاندن; Polish: uczyć, nauczyć; Portuguese: ensinar; Quechua: yachachiy; Rapa Nui: haka'ite; Romanian: învăța; Romansch: instruir, docir, mussar; Russian: преподавать, учить, научить, обучать, обучить; Sanskrit: उपदिशति, शास्ति; Scottish Gaelic: teagaisg, foghlaim; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀чити; Roman: ùčiti; Sicilian: nzignari, nsignari; Slovak: učiť; Slovene: učiti; Sorbian Lower Sorbian: wucyś; Upper Sorbian: wučić; Spanish: enseñar; Swahili: kufundisha; Swedish: lära, lära ut; Sylheti: ꠢꠤꠇꠣꠘꠤ, ꠙꠠꠣꠘꠤ; Tajik: ёд додан, омӯзонидан, омӯхтан, таълим додан; Tamil: கற்பி; Telugu: బోధించు, నేర్పు; Thai: สอน; Tibetan: སློབ་པ, སློབ་ཁྲིད་བྱེད་པ; Tocharian B: ākl-; Turkish: öğretmek, ders vermek; Turkmen: okatmak, öwretmek; Tuvan: өөредир, өөредип каар; Ugaritic: 𐎍𐎎𐎄; Ukrainian: вчити, навчити, викладати; Urdu: سکھانا, پڑھانا; Uyghur: ئوقۇتماق; Uzbek: oʻrgatmoq, oʻqitmoq, saboq bermoq, dars bermoq; Venetian: insegnar; Vietnamese: dạy, dạy học, dạy bảo, dạy dỗ; Volapük: tidön; Walloon: acsegnî, scoler; Welsh: athrawiaethu; White Yakut: үөрэт; Yiddish: לערנען; Yucatec Maya: kaʼans; Zazaki: cı musnaene, musnayen, mısnayen; Zhuang: son