ἀλλοτριόγαμος
Spanish (DGE)
-ον adúltero Thdt.M.80.1248A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλοτριόγαμος: -ον, ὁ τὸν ἀλλότριον γάμον θηρεύων, Θεοδώρητ. τόμ. Α, σ. 939.
-ον adúltero Thdt.M.80.1248A.
ἀλλοτριόγαμος: -ον, ὁ τὸν ἀλλότριον γάμον θηρεύων, Θεοδώρητ. τόμ. Α, σ. 939.