πολυανδρία
English (LSJ)
ἡ, populousness, τοῦ Ἰταλικοῦ γένους App.BC1.7, cf. Them.Or.6.74c.
German (Pape)
[Seite 659] ἡ, Reichtum an Männern, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
πολυανδρία: ἡ πολυανθρωπία, Συνέσ. 275C, Θεμίστ. 74C.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
πολυανθρωπία («ἡ πολυανδρία τοῦ Ἰταλικοῦ γένους», Αππ.)
νεοελλ.
1. η ύπαρξη σε μια χώρα περισσότερων ανδρών σε σύγκριση με τις γυναίκες
2. εθνολ. το να λαμβάνει μία γυναίκα περισσότερους από έναν νόμιμους συζύγους
3. βοτ. η ύπαρξη πολλών στημόνων σε ένα άνθος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολύανδρος. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polyandria].