μικρόστομος

Revision as of 21:57, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μικρόστομον, with a small mouth or orifice, ἄγγος Hp.Morb.4.57; ζῷα Arist.HA 502a8; of the womb, Sor.2.56.

German (Pape)

[Seite 185] kleinmündig, von Menschen, Hippocr.; Arist. H. A. 2, 7; λυχνίδιον, Luc. Tim. 14; Plut. u. A.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une petite embouchure (vase, lampe, etc.).
Étymologie: μικρός, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρόστομος:
1 с маленьким ртом (ζῷα Arst.);
2 с маленьким отверстием (λυχνίδιον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρόστομος: -ον, ὁ ἔχων μικρὸν στόμαἄνοιγμα, ἄγγος Ἱππ. 515. 21· ζῷα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 7, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μικρόστομος, -ον)
αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο
ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων της οικογένειας τών μικροστομιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + στόμα (πρβλ. μεγαλό-στομος)].