συνθερμαίνω

Revision as of 22:05, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

warm together or thoroughly, Arist.HA562b21, J.AJ 7.14.3:—Pass., Thphr. CP 1.3.4, Arist.Pr.888b23, Dsc.1.52, Gal.15.487.

German (Pape)

mit erwärmen, durchwärmen, Sp., bes. Medic.

Russian (Dvoretsky)

συνθερμαίνω: вместе нагревать Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω ὁμοῦ, συνθερμαίνουσι τοὺς νεοττοὺς ἀμφότεροι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 5, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 3, 4. ― Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 8. 16.

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ξυνθερμαίνω Α θερμαίνω
θερμαίνω κάποιον ή κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο.