θεραπηΐη
English (LSJ)
ἡ, Ion. for θεραπεία (q.v.):—also θεραπηΐας: βωμολοχίας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, ion., = θεραπεία, Dienerschaft, s. oben.
ἡ, Ion. for θεραπεία (q.v.):—also θεραπηΐας: βωμολοχίας, Hsch.
[Seite 1200] ἡ, ion., = θεραπεία, Dienerschaft, s. oben.