χειραφεσία

Revision as of 16:21, 14 December 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, = emancipatio; Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

χειραφεσία: ἡ, τὸ χειραφετεῖν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ χειράφετος
χειραφέτηση
νεοελλ.
(νομ.) ειδική νομική πράξη με την οποία οι ανήλικοι αποκτούν διεύρυνση τών νόμιμων ορίων της δικαιοπρακτικής ικανότητάς τους.