διοπτεία
English (LSJ)
ἡ,
A seeing through, τὴν δ. ἀκώλυτον παρέχειν Procl.Hyp. 3.17.
II use of a level, use of the diopter (διόπτρα), Hero *Deff.135.8.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión (γεωδαισία) χρῆται ὀργάνοις εἰς μὲν τὰς διοπτείας χωρίων διόπτραις, κανόσι Hero Def.135.8, cf. Papp.in Alm.93.1, Procl.Hyp.4.2.
Greek (Liddell-Scott)
διοπτεία: ἡ, παρατήρησις διὰ διόπτρας, Πρόκλ. Ὑποθέσ. 15C, 16Β, κτλ.