θηλαμών

Revision as of 14:45, 4 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

-όνος, ἡ, = θηλάστρια (one who suckles, wet nurse), Sophr.43, Thespis4.2, Lyc.31; prob. for θηλονάς, Plu.2.278d.

German (Pape)

[Seite 1207] όνος, ἡ, säugend, milchend, Sophr. bei Ath. VII, 288 a; die Amme, Lycophr. 31.

Greek (Liddell-Scott)

θηλᾰμών: -όνος, ἡ, = θηλάστρια, Σωφρόν. παρ’ Ἀθην. 288 Α, Θέσπις παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 675, Λυκόφρ. 31· ἴσως γραπτέον θηλαμόνας ἀντὶ θηλονὰς ἐν Πλουτ. 2. 278D· πρβλ. θηλαμινός.

Greek Monolingual

θηλαμών, ἡ (Α)
θηλάστρια, βυζάστρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απρμφ. ενεργ. αορ. θηλάσαι, πιθ. κατά τα τελάσαι > τελαμών.