ἐξαπιναῖος
German (Pape)
[Seite 870] α, ον, auch 2. E., Hippocr., Pol. 26, 6, 1, plötzlich, unvermuthet; πολεμίων ἐφόδους κρυφαίας καὶ ἐξαπιναίας Xen. Hier. 10, 6; Sp. – Adv., Thuc. 1, 117 u. öfter; Xen. u. A.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐξαπίναιος, -α, -ον και ἐξαπιναῖος, -α, -ον και ἐξαπίναῖος, -ον (Α) εξαπίνης
αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῖς», Δίων Κάσσ.).
επίρρ...
ἐξαπιναίως
αιφνίδια, ξαφνικά.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰπῐναῖος: и 2 неожиданный, внезапный (ἔφοδος Xen., Polyb.).