ξαφνικός
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αιφνίδιος, αναπάντεχος, απροσδόκητος
2. το ουδ. ως ουσ. το ξαφνικό
απρόβλεπτο περιστατικό, ιδίως δυστύχημα. Επίρρ. ξαφνικά
αιφνιδίως, έξαφνα, αιφνιδιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξαφνικός, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. επιτ. ξε-)].