ξαφνικός
From LSJ
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αιφνίδιος, αναπάντεχος, απροσδόκητος
2. το ουδ. ως ουσ. το ξαφνικό
απρόβλεπτο περιστατικό, ιδίως δυστύχημα. Επίρρ. ξαφνικά
αιφνιδίως, έξαφνα, αιφνιδιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξαφνικός, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. επιτ. ξε-)].