κατεσκληκώς
Greek Monolingual
-υία, -ός (Α κατεσκληκώς, -υῖα, -ός)
(μτχ. παρακμ. του άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι)
κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος.
-υία, -ός (Α κατεσκληκώς, -υῖα, -ός)
(μτχ. παρακμ. του άχρ. ρήματος κατασκέλλομαι)
κάτισχνος, σκελετωμένος, σκελεθρωμένος.