σκελετωμένος

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

και σκελεθρωμένος, -η, -ο, Ν
σκελετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. σκελετώνω. Ο τ. σκελεθρωμένος < σκέλεθρο. Η λ., στον λόγιο τ. ἐσκελετωμένος, μαρτυρείται από το 1873 στον Κ. Ν. Δόσιο].