μαμμίδιον

Revision as of 14:41, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, Dim. of μαμμία, Plu.2.858c, Hld.7.10:—also μαμμιδίον, τό, Phryn.110.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite maman, petite mère.
Étymologie: dim. de μάμμη.

German (Pape)

τό, dim. zu μαμμία, Mütterchen, Plut. und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

μαμμίδιον: (ῐδ) τό матушка, мамочка Plut.

Greek (Liddell-Scott)

μαμμίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ μαμμία, Πλουτ. 2. 858C, Ἡλιόδ. 7. 10· οὕτω μαμμίον, τό, Φρύν. 135.

Greek Monolingual

μαμμίδιον, τὸ (Α) μάμμη
(υποκορ. του μαμμία) μαμάκα, μαννούλα («τὴν δὲ παῖδα πρὸς τὴν μητέρα φράσαι τὴν ἑαυτῆς ὅτι, ὦ μαμμίδιον, οὐ μίγνυταί μοι κατὰ νόμον», Πλούτ.).