οἰκετεία
English (LSJ)
ἡ,
A household of slaves, Str.14.5.2, Luc.Merc.Cond.15, IPE12.32B15 (Olbia), PTeb.285.6 (iii A. D.):—later written οἰκετία, Epict.Ench.33.7.
2 servitude, Aristeas 14, al., J.AJ8.6.3.
3 slave population, Str.5.1.12, IGRom.4.1692.54 (Elaea).
German (Pape)
[Seite 299] ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
domesticité, domestiques, les gens.
Étymologie: οἰκέτης.
Russian (Dvoretsky)
οἰκετεία: ἡ домашняя прислуга, домочадцы Luc.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκετεία: ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15· - οἰκετία εἶναι ἐσφαλμένος, ἢ τοὐλάχιστον μεταγεν. τύπος, ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = δουλεία, Ἀριστέας 3.
Greek Monolingual
οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῖς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).
Greek Monotonic
οἰκετεία: ἡ, οικογένεια, το σύνολο των μελών της, Λατ. familia, σε Στράβ., Λουκ.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:qerape⋯a 帖拉胚阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:溫暖 從 相當於: (עֶבֶד)
字義溯源:侍者,事奉,家務,家裏的人,家人,保健,醫治;源自(θεραπεύω)=服侍);而 (θεραπεύω)出自(θεράπων)=僕人), (θεράπων)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θεραπεύω)同源字
出現次數:總共(4);太(1);路(2);啓(1)
譯字彙編:
1) 保健(1) 啓22:2;
2) 家人(1) 路12:42;
3) 醫治(1) 路9:11;
4) 家裏的人(1) 太24:45