a Bacchanalian cry, like εὐαί, εὐοῖ, Eup.84.
σαβαῖ: κραυγὴ τῶν βακχευόντων, ὡς τὰ εὐαί, εὐοῖ, Εὔπολις ἐν «Βάπταις» 10.
Ακραυγή τών βακχευομένων.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαβ-άζω (Ι) «συμμετέχω στην εορτή του Σαβαζίου ή Βάκχου», κατά το επιφώνημα εὐαῖ].