σκόρδιον

Revision as of 12:23, 9 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό,
A garlic germander, Teucrium scordium, Dsc.3.111, Gal.12.125.
2 σκόρδιον μέγα = σίνηπι ἄγριον, Ps.-Dsc.2.154. [ῑ, Androm. ap.Gal.14.39.]

German (Pape)

[Seite 904] τό, eine Pflanze mit Knoblauchsgeruch, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκόρδιον: τό, φυτόν τι ἔχον τὴν ὀσμὴν σκορόδου, Διοσκ. 3125, Ὀρειβ. 196 Mai [ῑ, Ἀνδρομ. (127) παρὰ Γαλην. 4.429].