-εως, ἡ, = ὠθισμός (pushing, thrusting), Alex.Aphr.Pr.1.90.
[Seite 1408] ἡ, = ὤθισις, Sp.
ὤθησις: -εως, ἡ, = ὠθισμός, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 90· - ὤθημα, τό, Πισίδ. Ἑξαήμ. ἤτοι Κοσμουργ. 10.