ὠθισμός
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
ὁ,
A thrusting, pushing, ἀσπίδων of shield against shield, Th.4.96.
II jostling, struggling, of combatants in a mêlée, Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠ. ἐγένετο πολλός Hdt.7.225; ἀπικέσθαι ἐς ὠ. to come to close quarters, Id.9.62; ὠ. ἀμφὶ τὰ θύρετρα X.An.5.2.17; ὁ περι' τὰς πύλας ὠ. καὶ πνιγμός Plb.4.58.9, cf. Anaxandr.33.7: metaph., ὠ. λόγων dispute, altercation, Hdt.8.78, 9.26.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de se pousser, mêlée, tumulte ; ὠθισμὸς λόγων HDT mêlée de paroles, altercation.
Étymologie: ὠθίζω.
German (Pape)
ὁ, das Stoßen, Drängen, bes. in der Schlacht, das Schlachtgedränge, das Zusammentreffen der Streiter, Her. 8.225, 9.62, Thuc. 4.96; das Gedränge, Xen. An. 5.2.17; Pol. 4.58.9 und Sp.; übertragen, λόγων, heftiger Wortwechsel, Her. 8.78, 9.26; Poll. 6.147.
Russian (Dvoretsky)
ὠθισμός: ὁ
1 толкотня, давка, свалка (ἀμφὶ τὰ θύρετρα Xen.; περὶ τὰς πύλας Polyb.);
2 столкновение, стычка (Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων Her.; ἀσπίδων Thuc.): ὠ. λόγων Her., Plut., Luc. спор, ссора, перебранка.
Greek (Liddell-Scott)
ὠθισμός: ὁ, ὤθησις, «σπρώξιμον», ὠθ. ἀσπίδων, σπρώξιμον τῶν ἀσπίδων πρὸς ἀλλήλας, Θουκ. 4. 96. ΙΙ. (ἐκ τοῦ Παθ.) σύγκρουσις, συμπλοκή, σπρώξιμον ἐπὶ τῶν μαχομένων ἐν συμπλοκῇ, Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθ. ἐγένετο πολλὸς Ἡρόδ. 7. 225· ἀπικέσθαι ἐς ὠθ, εἰς συμπλοκὴν ἐκ τοῦ συστάδην, ὁ αὐτ. 9. 62· ὠθ. ἀμφὶ τὰ θύρετρα Ξεν. Ἀν. 5. 2, 17· ὁ περὶ τὰς πύλας ὠ. καὶ πνιγμὸς Πολύβ. 4. 58, 9, πρβλ. Ἀναξανδρίδην ἐν «Ὀδυσσεῖ» 1. 7· - μεταφορ., ὠθισμὸς λόγων, θερμὴ ἔρις, φιλονικία, Λατ. altercalio, Ἡρόδ. 8. 78., 9. 26.
Greek Monolingual
ὁ, Α ὠθίζομαι
1. ώθηση, σπρώξιμο
2. συνωστισμός κατά τη συμπλοκή σε μάχη («Περσέων τε καὶ Λακεδαιμονίων ὠθισμὸς ἐγένετο», Ηρόδ.)
3. φρ. «ὠθισμὸς λόγων» — φιλονικία (Ηρόδ.).
Greek Monotonic
ὠθισμός: ὁ,
I. ώθηση, σπρώξιμο· ὠθισμὸς ἀσπίδων, σπρώξιμο ασπίδας ενάντια σε άλλη ασπίδα, σε Θουκ.
II. (από το Παθ.) συνωστισμός, σπρώξιμο αγωνιζομένων σε μάχη, σε Ηρόδ., Ξεν.· μεταφ., ὠθισμὸς λόγων, σφοδρή φιλονικία, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὠθισμός, οῦ, ὁ, [from ὠθίζομαι
I. a thrusting, pushing, ὠθ. ἀσπίδων, of shield against shield, Thuc.
II. (from Pass.) a justling, struggling, of combatants in a melee, Hdt., Xen.:— metaph., ὠθισμὸς λόγων a hot dispute, Hdt.