σχοινοβατία

Revision as of 07:47, 25 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

rope-dancing; v. σχοινοβατίη.

German (Pape)

[Seite 1057] ἡ, das Gehen, Tanzen auf dem Seile, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινοβατία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ σχοινοβάτου, Ἱππ. 366. 55 (ἴδε Littré 6, σ. 596)· καὶ σχοινοβατικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), Α. Β. 652.

Greek Monolingual

σχοινοβασία, η / σχοινοβατία, ΝΜΑ, και ιων. τ. σχοινοβατίη Α
η τέχνη του σχοινοβάτη, ισορροπία, βάδισμα ή και χορός πάνω σε τεντωμένο σχοινί, ακροβασία
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι σχοινοβασίες
οι σχοινοβατικές ασκήσεις
2. μτφ. ριψοκίνδυνη ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινοβάτης. Ο νεοελλ. τ. σχοινοβασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].