διαμαστιγόω
English (LSJ)
scourge severely, Phld.Rh.2.298 S.:—Pass., bear marks of scourging, Pl.Grg. 524c.
Spanish (DGE)
azotar, flagelar fuertemente s.cont., Phld.Rh.2.298
•fig. (τὸ ἐν ἡμῖν θυμοειδές) Gal.5.20, en v. pas. (ψυχή) διαμεμαστιγωμένη καὶ οὐλῶν μεστὴ Pl.Grg.524e.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fouetter durement.
Étymologie: διά, μαστιγόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
German (Pape)
[τῑ], durchpeitschen, Plat. Gorg. 524e.
Russian (Dvoretsky)
διαμαστῑγόω: избивать плетью, беспощадно сечь (διαμεμαστιγωμένος καὶ οὐλῶν μεστός Plat.).
Greek Monotonic
διαμαστῑγόω: μέλ. -ώσω, μαστιγώνω αυστηρά, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαστῑγόω: αὐστηρῶς μαστιγώνω, Πλάτ. Γοργ. 524Ε.