αὐλήτρια
English (LSJ)
ἡ, = αὐλητρίς, D.L.7.62.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ mujer flautista D.L.7.62, Arc.95.15.
Greek Monolingual
αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.
Greek (Liddell-Scott)
αὐλήτρια: ἡ, αὐλητρίς, Διογ. Λ. 7. 62.
Russian (Dvoretsky)
αὐλήτρια: ἡ Diog. L. = αὐλητρίς.
German (Pape)
ἡ, die Flötenbläserin, Diog.L. 7.62.