εφημεριδοθήκη

Revision as of 14:08, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
θήκη εφημερίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, -ίδος + θήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στο περιοδικό σύγγραμμα Φιλόκαλος Πηνελόπη].