Λήμνιος

Revision as of 14:08, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Lemnian; v. Λῆμνος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lemnos ; fig. violent, terrible : Λήμνιον πῦρ SOPH feu de Lemnos, feu terrible.
Étymologie: Λῆμνος.

Russian (Dvoretsky)

Λήμνιος:
I дор. Λάμνιος 3 лемносский: Λήμνιον πῦρ Soph. лемносский, т. е. самый сильный огонь (от огня лемносского бога Гефеста); ἔργα Λήμνια Her. лемносские, т. е. самые жестокие злодеяния (от поголовного истребления лемносцами аттических пленниц и их детей).
II дор. Λάμνιος ὁ лемносец, житель или уроженец Лемноса Her., Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος τῆς Λήμνου, ἴδε ἐν λέξ. Λῆμνος.

Greek Monotonic

Λήμνιος: -α, -ον, κάτοικος της Λήμνου, βλ. Λῆμνος.

Greek Monolingual

λήμνιος, -α, -ο και λημνιός, -ά, -ό (AM λήμνιος, -ία, -ον, Α θηλ. και λημνιάς, -άδος και λημνίς, -ίδος) Λήμνος
1. (το αρσ. και θηλ. ως εθν.) ο Λήμνιος, η Λημνία
ο κάτοικος της Λήμνου ή αυτός που κατάγεται από τη Λήμνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λήμνο ή αυτός που προέρχεται από τη Λήμνο («Λήμνιοι ἄμπελοι», Αριστοφ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το λημνιό
βοτ. ποικιλία της ευρωπαϊκής αμπέλου που παράγει έγχρωμο καρπό κατάλληλο για οινοποίηση
αρχ.
παροιμ. «ἔργα Λήμνια» — ανόσια έργα.